εχιδνισμός

εχιδνισμός
ο мед. токсикоз после укуса ехидны

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "εχιδνισμός" в других словарях:

  • εχιδνισμός — ο δηλητηρίαση από δάγκωμα οχιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα. Αναλογικός σχηματισμός προς τα ρηματ. παρ. σε ισμός τών ρ. σε ίζω (πρβλ. οπλίζω > οπλισμός] …   Dictionary of Greek

  • έχιδνα — Βλ. λ. οχιά. * * * η (ΑΜ ἔχιδνα, Μ και ἔχιδνος, ή) οχιά («ἐχθρᾱς ἐχίδνης ἰός», Σοφ.) νεοελλ. ζωολ. γενική ονομασία δύο γενών μονοτρημάτων θηλαστικών τής οικογένειας echidnidae, που μοιάζουν με σκαντζόχοιρους νεοελλ. μσν. μτφ. για πρόσ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»